- ἔσκαψε
- σκάπτωdigaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
Γκάρντα — (Garda).Λίμνη (370 τ. χλμ.) της Ιταλίας. Είναι η μεγαλύτερη της χώρας, με περίμετρο 155 χλμ., μέγιστο μήκος 52 χλμ. και μέγιστο πλάτος 17 χλμ. Ονομάζεται και Μπενάκο. Το μέσο ύψος της είναι 65 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Νίτωκρις — Όνομα δύο βασιλισσών της αρχαιότητας. 1. Βασίλισσα της Μεμφικής δυναστείας (2340 2140 π.Χ.). Λέγεται πως ήταν πολύ όμορφή και ξανθή, και πως είχε κατασκευάσει την τρίτη πυραμίδα. Βασίλευσε επί επτά χρόνια. 2. Βασίλισσα της Βαβυλωνίας (7ος αι… … Dictionary of Greek
ουέντ — Αραβική ονομασία χείμαρρων, οι oποίοι είναι συνήθως ξεροί και περιέχουν νερά μόνο ύστερα από καταρρακτώδεις βροχές. Τέτοιοι χείμαρροι απαντούν σε ερημικές περιοχές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν την αρχή τους ή μέσα στην έρημο ή σε… … Dictionary of Greek
γούβα — η βαθούλωμα, λακκούβα: Έσκαψε μια γούβα στην αυλή για να φυτέψει ένα δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουλντόζα — η (λ. αγγλ.), όχημα που χρησιμοποιείται για εκσκαφές, ο εκσκαφέας: Η μπουλντόζα έσκαψε για να μπουν τα θεμέλια του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)